- λιμόζα
- και λιμόζη, η ζωολ. γένος πτηνών τής οικογένειας scolopacidae.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. limosa < νεολατ. limosa < λατ. limosa, θηλ. τού limosus «τελματώδης» (< limus «τέλμα» + κατάλ. -osus)].
Dictionary of Greek. 2013.